υποκοριστικός

υποκοριστικός
-ή, -ό / ὑποκοριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό
(ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «πολλά υποκοριστικά κύριων ονομάτων τής Νεοελληνικής λήγουν σε -άκης» β. «ῥοίδιον μέντοι ὡς βοίδιον τὸ ὑποκοριστικόν», Αθήν.)
νεοελλ.
γλωσσ. το μορφηματικό ή λεξιλογικό στοιχείο που επιτελεί τη λειτουργία τού υποκορισμού καθώς και η ίδια η λέξη που έχει υποστεί τη διεργασία τού υποκορισμού.
επίρρ...
υποκοριστικώς / ὑποκοριστικῶς ΝΜΑ, και υποκοριστικά Ν
με υποκορισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποκοριστικός — diminutive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκοριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που εκφράζει υποκορισμό (βλ. λ.), σμικρυντικός, χαϊδευτικός, κολακευτικός: Υποκοριστική κατάληξη. 2. το ουδ. ως ουσ., υποκοριστικό παράγωγη λέξη που δηλώνει υποκορισμό, που παρασταίνει δηλαδή ως μικρό ό,τι σημαίνει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποκοριστικά — ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc pl ὑποκοριστικά̱ , ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc/acc dual ὑποκοριστικά̱ , ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικώτερον — ὑποκοριστικός diminutive adverbial comp ὑποκοριστικός diminutive masc acc comp sg ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικῶν — ὑποκοριστικός diminutive fem gen pl ὑποκοριστικός diminutive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικόν — ὑποκοριστικός diminutive masc acc sg ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικαί — ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικοῖς — ὑποκοριστικός diminutive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικοῦ — ὑποκοριστικός diminutive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικῆς — ὑποκοριστικός diminutive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”